- μειονεξία
- ητο να είναι κανείς ή να αισθάνεται σε κατώτερη θέση από άλλον: Το συναίσθημα μειονεξίας το παρατηρεί κανείς σε ορισμένα παιδιά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μειονεξία — μειονεξίᾱ , μειονεξία taking less than one s due fem nom/voc/acc dual μειονεξίᾱ , μειονεξία taking less than one s due fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μειονεξίᾳ — μειονεξίαι , μειονεξία taking less than one s due fem nom/voc pl μειονεξίᾱͅ , μειονεξία taking less than one s due fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μειονεξία — η (Α μειονεξία) [μειονέκτης] η κατάσταση τού μειονεκτώ, το να μειονεκτεί κανείς έναντι άλλου … Dictionary of Greek
μειονεξίας — μειονεξίᾱς , μειονεξία taking less than one s due fem acc pl μειονεξίᾱς , μειονεξία taking less than one s due fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μειονεξίαι — μειονεξία taking less than one s due fem nom/voc pl μειονεξίᾱͅ , μειονεξία taking less than one s due fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μειονεξίαν — μειονεξίᾱν , μειονεξία taking less than one s due fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απόλειψις — ἀπόλειψις, η (Α) [απολείπω] 1. εγκαταλειψη 2. στρ. λιποταξία, απόδραση 3. έλλειψη, ανεπάρκεια, μειονεξία 4. (για ποτάμι) ελάττωση των νερών 5. θάνατος … Dictionary of Greek